υστεροποτμος

υστεροποτμος
    ὑστερόποτμος
    ὑστερό-ποτμος
    ὅ выходец с того света, т.е. мнимоумерший Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υστεροποτμος" в других словарях:

  • ὑστερόποτμος — supposed dead masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστερόποτμος — ον, Α 1. αυτός ο οποίος είχε θεωρηθεί νεκρός και μετά εμφανίστηκε να ζει 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστερόποτμον τὸν δεύτερον γάμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πότμος «μοίρα, πεπρωμένο» (πρβλ. κακό ποτμος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑστεροπότμους — ὑστερόποτμος supposed dead masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»